μετέωρος,
-η, -ο, επίθ. [<αρχ. μετέωρος],
μετέωρος· που είναι αμφιταλαντευόμενος, ο αναποφάσιστος: «τον κοιτούσε μετέωρος
και δεν ήξερε τι να αποφασίσει»·
-
είμαι μετέωρος, α. δεν μπορώ να πάρω μια απόφαση, είμαι
αναποφάσιστος, αμφιταλαντεύομαι: «δεν ξέρω ακόμα τι θα κάνω μ’ αυτή τη δουλειά,
γιατί είμαι ακόμη μετέωρος». β. δεν έχω από κανέναν και από πουθενά
βοήθεια ή άλλη υποστήριξη: «ξεκίνησα μοναχός απ’ το χωριό μου και για ένα
μεγάλο διάστημα ήμουν μετέωρος μέσα σ’ αυτή την άγνωστη πόλη»·
-
μ’ άφησε μετέωρο, απέσυρε ξαφνικά τη βοήθεια, την υποστήριξη ή την
εμπιστοσύνη που μου έδειχνε, πράγμα που μου δημιούργησε πολύ σοβαρό πρόβλημα,
μεγάλη ανασφάλεια: «μέχρι την τελευταία στιγμή με υποστήριζε, αλλά, ξαφνικά,
άλλαξε τακτική και μ’ άφησε μετέωρο»·
-
μένω μετέωρος, βλ. φρ. είμαι μετέωρος.